Παρατίθεται απόσπασμα από το ποίημα του Ιωάννη Κουρουτάκη
“Το Σπουργιτάκι”, από το βιβλίο του Θαυμάτων σαλπίσματα. Ποιήματα, Αθήνα, 1988, σελ. 35-54.

Ιωάννης Κουρουτάκης

Το Σπουργιτάκι

Εισαγωγικό
“Το Σπουργιτάκι θα μπορούσε να είσαι εσύ, φίλε αναγνώστη. Εγώ, κάποιος φίλος, ο καθένας μας που αμάρτησε στη ζωή του – και ποιος άλλωστε δεν αμάρτησε- και που τώρα, ευρισκόμενος στον ουρανό, περιμένει από τον ΚΥΡΙΟ συγχώρεση και εξαγνισμό. Αυτόν τον εξαγνισμό περιγράφω, η κορύφωση του οποίου συντελείται κάποια Χριστούγεννα ευλογημένα!”

Στη μέσα μπάντα τ `ουρανού
καταμεσής στη μέση
εκεί που λεν πως βρίσκεται
του παραδείσου η θέση
Άγγελοι συγκεντρώθηκαν
μαζί και Αρχαγγέλοι
τον Κύρη να γιορτάσουνε
που γίνηκε … κοπέλι.

Χριστούγεννα στον ουρανό
είχανε οι Αγγέλοι
Κι ενώ τραταριζόντουσαν
καρύδια με το μέλι,
ευθύς ελήφθη η απόφαση
στη γιορτινή τη μέρα
να ψάλλουνε τα κάλαντα
στον Γιο και στον Πατέρα.

Και κάτι ακόμα είπανε
και συναποφασίσανε
Άγγελοι ήτανε αυτοί
κι αγγελικά μιλήσανε,
ό,τι μπορούσε ο καθείς
μετά χαράς να φέρει
δωράκι στον νιογέννητο
Χριστό του να προσφέρει.

Ήταν στα αλήθεια όμορφη
του παραδείσου η φιέστα
πόλεμοι δεν υπήρχανε
ταφόπετρες και ρέστα.
Mάνες εκεί δεν κλαίγανε
δεν σκούζαν πατεράδες
“Μαύρους” εκεί δεν έβλεπες
δεμένους με χαλκάδες.

Βόμβες εκεί δεν πέφτανε
κανόνια δεν βροντούσαν
οι κάτοικοι του κήπου αυτού
απ` το κρύο δε ριγούσαν
Γαλήνη υπήρχε μοναχά,
γαλήνη και ησυχία
και μία απροσμέτρητη
απέναντη ευτυχία.

[…]
Ένα μικρούλι τόσο δα
φτωχούλι Aγγελάκι,
που είχε τις φτερούγες του
μαυριδερές λιγάκι,
στη μάντρα του παράδεισου
καθόταν λυπημένο
κι αχόρταγα εκοίταζε
τη φιέστα το καημένο.

Ήθελε πόσο ήθελε
στη φάτνη των αλόγων
τα σέβη του να υπέβαλε
στον ποιητή των όλων.
Να του `λέγε τα κάλαντα
όπως τα λέγαν οι άλλοι
κι ευθύς να ξαναγύριζε
στη μάντρα του και πάλι .

‘Ήταν κάπως παράξενο
αυτό το αγγελούδι
το `χαν στην απομόνωση
της μάντρας του φτωχούλι.
Kανείς δεν το πλησίαζε
δεν μίλαγε μαζί του
γιατί λιγάκι αμάρτησε
το δόλιο στη ζωή του.

Βρέθηκε ολομόναχο
στου κόσμου τον ανήφορο
πεντάρφανο ως ήτανε
επήρε τον κατήφορο.
Ποιος τάχα να το σπλαχνιστεί
να το νοιαστεί λιγάκι
το έρμο και παντέρημο
της ζήσης σπουργιτάκι;

[…]
Μα πάνω απ` όλα ήθελε
το δώρο του να δώσει
σ`εκείνον που γεννήθηκε
τον κόσμο για να σώσει.
Και να του πει ικετευτικά
Λυπήσου με σπλαχνήσου
κουράστηκα να καρτερώ
Χριστέ μου στο μαντρί σου.

[…]
Μα εκεί που εκαθότανε
βαθιά συλλογισμένο
και από την πίκρα την πολλή
έκλαιγε το καημένο
γυρίζει βλέπει τον Χριστό
που τον παρατηρούσε
και με γλυκό χαμόγελο
κοντά του τον καλούσε.

Ξαφνιάζεται το δύστυχο
δεν ξέρει τι να κάνει
και απ` την πολλή αξάφνια του
σαστίζει και τα χάνει
πισωπλατεί, πισωστρατεί
διπλά παραπατάει
μα ένα χέρι αγγελικό
σφιχτά τον ε κρατάει.

[…]
Βρίσκει τον χώρο λεύτερο
ορμά και τον περνάει
μα απ`την πολλή τη βιάση του
στη φάτνη μέσα πάει.
Σαστίζει ο σπουργίτης μας
σαστίζει και μπερδεύεται
και μες στην παραζάλη του
θαρρεί πως ονειρεύεται.

Θεέ και Κύρη αναφωνεί
της μάντρας ο κρατούμενος
Συγχώρα με που αμάρτησα
μα είμαι παραπονούμενος.
Αμάρτησα ο δυστυχής
αυτό το παραδέχομαι
και την ποινή που μου`βαλες
σωστή είναι και τη δέχομαι.

Τους χρόνους που περίμενα
Χριστέ τον ερχομό Σου
και στο μαντρί καρτέραγα
ζητώντας το έλεός Σου,
τα πάθη μου ζωγράφιζα
μ` υπομονή και ζήλο
σε ένα μικρούλι, ταπεινό
μα εβλογημένο ξύλο.

Και βγάζει από τον κόρφο του
που είχε βαθιά κρυμμένο
ένα μικρούλι τόσο δα
φτωχούλι εσταυρωμένο
που`χε την κόψη, τη θωριά
την όψη του κρατούμενου
του συνεχώς και ανελλιπώς
μικρού παραπονούμενου.

Δεν έχω άλλα να σου πω
αλλά ν`ομολογήσω
δεν έχω δώρα θεϊκά
στα πόδια σου να αφήσω.
Ό,τι πολυτιμότερο
έχω στην κατοχή μου
σου το προσφέρω ευλαβικά
μαζί με την ψυχή μου.

Και λέγοντας τα λόγια αυτά
δειλά στη φάτνη άφησε
το Σταυρωμένο τόσο δα
παιδάκι που ζωγράφισε.
Καλή σου μέρα Άρχοντα
είπε το σπουργιτάκι
κι αν θέλεις σε παρακαλώ
παράβλεψε … λιγάκι.

Ωσάν παιδί περίεργο
της φάτνης το νιογέννητο,
παιδάκι ήτανε κι αυτό
και ας ήταν θεογέννητο,
πήρε με τα μικρούλικα
τα κρινοδάχτυλά του
το δώρο που παρίστανε
παιδί στον Γολγοθά του.

[…]
Χοντρές σταγόνες δάκρυα
πλημμύρισαν τα μάτια του
γιατί είδε σαν σε όραμα
τα φοβερά τα πάθια του.
Στη διαύγεια μιας αστραπής
της λαμπερής της σκέψης του
είδε την φοβερή σκηνή
της σταυρικής της στέψης του.

[…]
Από τις άκριες των ακριών
τα είκοσι μου νύχια
κι απ` της καρδιάς τα τρίσβαθα
κι απ` της ψυχής τα μύχια,
απ` όλα τα αόρατα
και ορατά του Είναι μου
σε συγχωρώ σπουργίτι μου
Αδελφοκτέ και Φίλε μου.

[…]
Σε συγχωρώ συνέχισε
ευλογημένος να ‘σαι
και από τούτη τη στιγμή
μαζί μου πάντα θα ‘σαι.
Σήμερα ο Παράδεισος
βάζει τα γιορτινά του
γιατί ακόμα μία ψυχή
βρίσκεται ανάμεσά του.

Έπειτα πάντα ο Σταυρός
είναι ευλογημένος
όπου υπάρχει ο Σταυρός
υπάρχει Σταυρωμένος.
Κι ο Σταυρωμένος – ξέρετε το-
είναι παιδί του χρέους
του χρέους που`ναι αδερφός
και μάνα του ελέους.
[…]

Ιωάννης Κουρουτάκης, Θαυμάτων σαλπίσματα. Ποιήματα, «Το Σπουργιτάκι, Αθήνα, 1988, σελ. 35-54.